- βαρυ-
- α' συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ- εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: — Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος, που ζυγίζει πολύ»), αλλά και τη μεταφορική «δυνατός, μεγάλος, έντονος». Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τον μεγαλύτερο αριθμό τέτοιων συνθέτων: πρβλ. βαρύγδουπος, βαρυκέφαλος, βαρύσαρκος, βαρύσωμοςαρχ.βαρυαής, βαρυάλγητος, βαρυβόας, βαρυβρεμέτης, βαρύβρομος, βαρύγουνος, βαρύγυιος, βαρύδεσμος, βαρυήκοος, βαρύκομπος, βαρύκτυπος, βαρύμαστος, βαρυόπας, βαρυπάλαμος, βαρυπνείων, βαρυσκίπων, βαρυσμάραγος, βαρύσταθμος, βαρυσφάραγος, βαρύφθογγος, βαρύχορδοςαρχ.-μσν.βαρυαλγής, βαρυηχής, βαρυκάρδιος, βαρυσίδηρος, βαρυσκελής, βαρύστομος, βαρύφωνοςμσν.βαρυπειθής, βαρυχαλίναρονμσν.- νεοελλ.βαρύκολος, βαρύσκοποςνεοελλ.βαρύγλωσσος, βαρύγνωμος, βαρυκίνητος, βαρυκόπος, βαρύλογος, βαρύνοια, βαρυπατώ, βάρυπνος, βαρυποινίτης, βαρυστόμαχος, βαρυχιονισμένος, βαρυχτυπώ. — Επιτατική σημασίασημαίνουν πολύ και σε μεγάλο βαθμό αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: πρβλ. βαρύλυπος, βαρύπλουτος, βαρύτιμοςαρχ.βαρυαχθής, βαρυδάκρυος, βαρυδικος, βαρυκοτος, βαρυμηνις, βαρυμισθος, βαρυπαθώ, βαρυπενθής, βαρύστονος, βαρυσύμφορος, βαρυταρβής, βαρυτελής, βαρυώδυνοςαρχ.-μσν.βαρύζηλος, βαρύμοχθοςμσν.- νεοελλ.βαρυχειμωνιά, βαρυχολοςνεοελλ.βαρυσήμαντος, βαρυστενάζω. — Τη σημασία «κακός»: πρβλ. βαρύψυχοςαρχ.βαρύγλωσσος, βαρυδαίμων, βαρυδότειρα, βαρύλογος, βαρύοσμος, βαρύποτμος, βαρύτλητος, βαρυώδηςαρχ.-μσν.βαρύφρωννεοελλ.βαρύθυμος, βαρυπρόσωπος, βαρυφαίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.